γκλάβα

γκλάβα
η
1. (κοροϊδευτικά) το κεφάλι, το μυαλό
2. φρ. «δεν κόβει η γκλάβα του» — δεν αντιλαμβάνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) glava].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκλάβα — η (λ. σλαβ.), η κεφαλή, το μυαλό: Βάλ’ το καλά στην γκλάβα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • glavă — GLÁVĂ, gláve, s.f. 1. (peior.) Cap, căpăţână, bostan. 2. (înv.) Capitol. (din sl. glava; cf. bg., sb. glavă, pol. glowa, rus. golova, ngr. γκλάβα = încăpăţânat) …   Dicționar Român

  • γκλάβας — ο [γκλάβα] 1. αυτός που δεν είναι έξυπνος, ο χοντροκέφαλος 2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”